ἐγκοσμέω-ῶ

ἐγκόσμιος

ἐγκοσμίως
ἐγ·κόσμιος, ος, ον, qui est dans l’univers, Syn. 2, 318b ; Bas. 1, 41 Migne.
Étym. ἐν, κόσμος.