ἔγκοτον

ἔγκοτος

ἐγκοτύλη
ἔγ·κοτος, ος, ον, qui conserve du ressentiment, Eschl. Ch. 392, 924, 1054 ; Anth. 7, 40.
Étym. ἐν, κότος.
ἔγ·κοτος, ου () ressentiment profond ; ἔγκοτον ἔχειν τινί, Hdt. 3, 59 ; 9, 110, avoir un profond ressentiment contre qqn ; τινί τινος ἔχειν ἔγκοτον, Hdt. 8, 29, ou τινι ἔγκοτον διά τι ἔχειν, Hdt. 6, 73, avoir un profond ressentiment contre qqn pour qqe ch.
Étym. ἐν, κότος ; cf. ἔγκοτον.