ἔγκτασις

ἐγκτερεΐζω

ἔγκτημα
ἐγ·κτερεΐζω (ao. 3 pl. ἐνεκτερέϊξαν) accomplir une cérémonie funèbre sur, dat. A. Rh. 1, 1060.
Étym. ἐν, κ.