ἐγκυϐερνάω-ῶ

ἐγκυϐιστάω-ῶ

ἐγκυέομαι-οῦμαι
ἐγ·κυϐιστάω-ῶ, c. κυϐιστάω, Syn. Ep. 73, 1437 b Migne.