ἐγκυκλέω-ῶ

ἐγκύκλημα

ἐγκύκλιος
ἐγκύκλημα, ατος (τὸ) au plur. Arstt. Œc. 2, 1, 8, c. τὰ ἐγκύκλια, v. le suiv.
Étym. ἐγκυκλέω.