ἐνστίλϐω

ἐνστόμιος

ἐνστόμισμα
ἐν·στόμιος, ος, ον, qui est dans la bouche, Phil. 1, 373, 386 ; Diosc. 1, 125 ; Clém. 1, 297 Migne.
Étym. ἐν, στόμα.