ἐνστηλιτεύω

ἔνστημα

ἐνστηρίζω
ἔνστημα, ατος (τὸ) obstacle, Plut. M. 1056d ; M. Ant. 8, 41 ; Sext. 246, 283 Bkk.
Étym. ἐνίστημι.