ἐνσωματόω-ῶ

ἐνσωμάτωσις

ἐνσωρεύω
ἐνσωμάτωσις, εως () [] action de revêtir un corps, Clém. 1, 1296 Migne ; Herm. (Stob. Ecl. 1, 90).
Étym. ἐνσωματόω.