ἐνταλαιπωρέομαι-οῦμαι

ἔνταλμα

ἐνταμίευτος
ἔνταλμα, ατος (τὸ) commandement, précepte, Spt. Esaï. 29, 13 ; Job 23, 12 ; NT. Matth. 15, 9.
Étym. ἐντέλλω.