ἔνθετος

ἐνθετταλίζομαι

ἐνθεῦτεν
ἐν·θετταλίζομαι (pf. 1 pl. ἐντεθετταλίσμεθα) [τᾰ] envelopper d’un manteau thessalien, Eup. 201 Kock.
Étym. ἐν, Θέτταλος.