ἐντιμόω-ῶ

ἐντίμως

ἐντίναγμα
ἐντίμως [] adv. avec honneur, honorablement : ἐ. ἔχειν, Xén. An. 2, 1, 7, être en honneur ; ἐ. ἔχειν ou ἄγειν τινά, Plat. Rsp. 528b, c, honorer qqn ||
Sup. -ότατα, DC. 63, 17.
Étym. ἔντιμος.