ἐντόνως

ἐντόπιος

ἔντοπος
ἐντόπιος, ος, ον, local, du pays : ἐντόπιοι θεοί, Plat. Phædr. 262d, dieux indigètes ; ἐ. πόλεμοι, DH. 8, 83, guerres civiles.
Étym. ἔντοπος.