ἔντριτος

ἐντριτωνίζω

ἔντριχος
ἐν·τριτωνίζω [ρῑ] (ao. ἐνετριτώνισα) mettre trois cinquièmes d’eau, Ar. Eq. 1189.
Étym. ἐν, Τριτωνίς, jeu de mots sur Τριτογενής.