ἐνηϐάω-ῶ

ἐνηϐητήριον

ἔνηϐος
ἐνηϐητήριον, ου (τὸ) lieu de récréation juvénile, Hdt. 2, 133 ; El. N.A. 11, 10.
Étym. ἐνηϐάω.