ἔνωμος

ἐνωμοτάρχης

ἐνωμοτία
ἐνωμοτ·άρχης ou ἐνωμότ·αρχος, ου () chef d’une troupe (ἐνωμοτία) de 32 ou 36 hommes, Thc. 5, 66 ; Xén. Lac. 11, 4.
Étym. ἐνώμοτος.