ἐπαγωγή

ἐπαγωγικός

ἐπαγωγικῶς
ἐπαγωγικός, ή, όν []
1 qui attire, qui séduit, DH. 5, 26 Reiske ||
2 qui procède par induction, Sext. 102, 25 ; 412, 31 Bkk.
Étym. ἐπαγωγός.