ἐπαναχωρέω-ῶ

ἐπαναχώρησις

ἐπανδιπλάζω
ἐπαναχώρησις, εως () action de revenir, d’où :
1 retraite, DS. Exc. 510, 31 ||
2 reflux des vagues, Thc. 3, 89.