ἐπαναδιπλόω-ῶ

ἐπαναδίπλωμα

ἐπαναδίπλωσις
ἐπαναδίπλωμα, ατος (τὸ) repli, Arstt. H.A. 2, 15, 14.
Étym. ἐπαναδιπλόω.