ἐπανδιπλοΐζω

ἔπανδρος

ἐπάνδρως
ἔπ·ανδρος, ος, ον, qui convient à un homme, viril, DS. 4, 50 ; Sext. 359, 710 ; τὸ ἔπανδρον, Corn. 106, virilité.
Étym. ἐπί, ἀνήρ.