ἐπαγινέω-ῶ

ἐπαγκωνισμός

ἐπαγλαΐζω
ἐπ·αγκωνισμός, οῦ () sorte de danse, Ath. 630a.
Étym. ἐπί, *ἀγκωνίζω, d’ἀγκών.