ἐπαφρίζω

ἐπαφροδισία

ἐπαφρόδιτος
ἐπαφροδισία, ας () [ῑσ] beauté attrayante, charme, Ath. 242c ; App. 3, 14 Schweigh. ; D. Chr. 2, 118.
Étym. ἐπαφρόδιτος.