ἐπαριθμέω-ῶ

ἐπαρίστερος

ἐπαριστερότης
ἐπ·αρίστερος, ος, ον []
1 qui est à gauche, Hdt. 2, 93 ||
2 fig. gauche, maladroit, DS. Exc. Vat. p. 5 ; Plut. Cato ma. 19 ; Ath. 179f, 184e.
Étym. ἐπί, ἀριστερός.