ἐπαριστερότης

ἐπαριστέρως

Ἐπαρῖται
ἐπαριστέρως [] adv. gauchement, maladroitement, Mén. (Clém. Str. 2, p. 422c) ; Plut. M. 467c.
Étym. ἐπαρίστερος.