ἐπαρτάω-ῶ

ἐπαρτής

ἐπαρτίζω
ἐπ·αρτής, ής, ές, préparé, prêt, Od. 8, 151, etc. ; A. Rh. 1, 234 ; 3, 299.
Étym. ἐπί, ἀρτάω.