ἐπασσύτερος

ἐπασσυτεροτριϐής

ἐπᾳστέον
ἐπασσυτερο·τριϐής, ής, ές [ῠῐ] qui frappe à coups pressés, Eschl. Ch. 426.
Étym. ἐπασσύτερος, τρίϐω.