ἐπαύξομαι

ἐπαύρεσις

ἐπαυρέω
ἐπαύρεσις, εως () au pl. fruit, résultat d’une chose, Hdt. 7, 158 (nom. ion. -έσιες) ; Thc. 2, 53.
Étym. ἐπαυρίσκω.