ἐπεικώς

ἐπειλαρχία

ἐπειλέω-ῶ
ἐπ·ειλ·αρχία, ας () troupe de cavalerie de deux escadrons, El. tact. 20, 2.
Étym. ἐπί, εἴλη, ἄρχω.