ἐπειρύσσασα

ἐπειρωνεύομαι

ἐπειρωτάω
ἐπ·ειρωνεύομαι, parler ironiquement, App. Civ. 4, 70 ; Jos. B.J. 1, 3, 6 ; 5, 13, 1 ; Hérodotus et Ruf. (Orib. 1, 406 ; 2, 211 B.-Dar.).