ἐπεισαγωγή

ἐπεισαγώγιμος

ἐπείσακτος
ἐπεισαγώγιμος, ος, ον [] qu’on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα, Plat. Rsp. 370e, les objets d’importation.
Étym. ἐπεισάγω.