ἐπεκϐοάω-ῶ

ἐπεκϐοηθέω-ῶ

ἐπεκδιδάσκω
ἐπ·εκϐοηθέω-ῶ (part. ao. -ηθησάντων) accourir au secours, Thc. 7, 53 ; 8, 55.