ἐπεκδιήγησις

ἐπεκδρομή

ἐπεκδύω
ἐπ·εκδρομή, ῆς () expédition, excursion, Thc. 4, 25 ; DC. 46, 38.
Étym. ἐπί, ἐκδραμεῖν.