ἐπέκπλοος-ους

ἐπέκρηξις

ἐπέκρυσις
ἐπ·έκρηξις, εως () diffraction, rupture en sens divers, Epict. (DL. 10, 115).
Étym. ἐπί, ἐκρήγνυμι.