ἐπεγχειρέω-ῶ

ἐπεγχείρησις

ἐπεγχεύῃσι
ἐπεγχείρησις, εως () c. ἐγχείρησις, Jos. A.J. 15, 4, 2.
Étym. ἐπεγχειρέω.