ἐπερείδω

ἐπέρεισις

ἐπερεισμός
ἐπέρεισις, εως ()
1 coup, choc, Diosc. 5, 88 ; M. Tyr. 67, 21 ; Sext. P. 3, 51 ; fig. Clém. 821 ||
2 pression, Sor. 250, 28.
Étym. ἐπερείδω.