ἐπευφραίνομαι

ἐπευφρατίδιος

ἐπευχή
ἐπ·ευφρατίδιος, ου [ᾱῐδ] adj. m. qui habite au bord de l’Euphrate, Luc. Pisc. 19.
Étym. ἐπί, Εὐφράτης.