ἐπεξαγωγή

ἐπεξαιτέω-ῶ

ἐπεξαμαρτάνω
ἐπ·εξαιτέω-ῶ (ao. ἐπεξῄτησα) réclamer en outre, Chrys. 1, 160 ; Bas. 2, 774, 1035.