ἐπεξηγέομαι-οῦμαι

ἐπεξήγησις

ἐπεξηγητέον
ἐπεξήγησις, εως () exposition ou explication détaillée, Corn. 31 ; Rhét. 8, 500 W. ; Aristob. (Clém. 1, 893 Migne).
Étym. ἐπεξηγέομαι.