Ἐφιάλτης

ἐφιαλτία

ἐφῖγμαι
ἐφιαλτία, ας () ou ἐφιάλτιον, ου (τὸ) plante salutaire contre le cauchemar, Anon. de vir. herb. 162.
Étym. ἐφιάλτης.