ἐφιπποτοξότης

ἐφίπταμαι

ἐφίσδω
ἐφ·ίπταμαι, voler sur ou vers, Mosch. 1, 16 ; Arstt. Mir. 119, 148 ; Plut. Cleom. 39 ; cf. ἐπιπέτομαι.
Étym. ἐπί, ἵ.