ἐπιχειρητός

ἐπιχειρίζομαι

ἐπιχείριον
ἐπι·χειρίζομαι, mettre la main à, tenter, Hpc. 1147 e dout.
Étym. ἐπί, χείρ ; cf. ἐπιχειρέω.