ἐπιχείρημα

ἐπιχειρηματικός

ἐπιχειρηματικῶς
ἐπιχειρηματικός, ή, όν [] qui concerne l’argumentation, la dialectique, Arstt. Mem. 2, 1.
Étym. ἐπιχείρημα.