ἐπιχορηγητέον

ἐπιχορηγία

ἐπιχοριαμϐικὸν μέτρον
ἐπιχορηγία, ας () action de fournir en outre, en sus, NT. Eph. 4, 16 ; Phil. 1, 19.
Étym. ἐπιχορηγέω.