ἐπιχορηγέω-ῶ

ἐπιχορήγημα

ἐπιχορηγητέον
ἐπιχορήγημα, ατος (τὸ) fourniture complémentaire, subvention, Ath. 140c au plur.
Étym. ἐπιχορηγέω.