ἐπίχρισις

ἐπίχρισμα

ἐπιχριστέον
ἐπίχρισμα, ατος (τὸ) ce qui sert à oindre, onguent, huile, Diosc. 1, 90 ; Gal. 2, 247, 379.
Étym. ἐπιχρίω.