ἐπιδεικτέον

ἐπιδεικτιάω-ῶ

ἐπιδεικτικός
ἐπι·δεικτιάω-ῶ, avoir envie de se montrer, de se produire, Orig. c. Cels. 4, p. 165 ; Bas. 2, 364.
Étym. ἐπιδείκνυμι.