ἐπιδεκτέον

ἐπιδεκτικός

ἐπιδεκτικῶς
ἐπιδεκτικός, ή, όν :
1 capable de contenir, Str. 163 ||
2 capable de, Plut. M. 1055c.
Étym. ἐπιδέχομαι.