ἐπιδεκτικῶς

ἐπιδέκτωρ

ἐπιδελεάζω
ἐπιδέκτωρ, ορος, adj. m. qui reçoit, Arésas (Stob. Ecl. phys. p. 850).
Étym. ἐπιδέχομαι.