ἐπιδινέω-ῶ

ἐπιδιόγκωσις

ἐπιδιορθόω-ῶ
ἐπι·διόγκωσις, εως () gonflement, Sor. Obst. p. 69, 79, 246 Erm.
Étym. ἐπί, διογκόω.