ἐπιδιπλασιάζω

ἐπιδιπλοΐζω

ἐπιδιπλόω-ῶ
ἐπι·διπλοΐζω ou ἐπιδιπλοίζω, c. le préc. Eschl. Eum. 1014.
Étym. ἐπί, διπλοῦς.