ἐπιδορπίς

ἐπιδόρπισμα

ἐπιδορπισμός
ἐπιδόρπισμα, ατος (τὸ) dessert, Philippid. (Ath. 664e) ; Clém. Pæd. p. 165.
Étym. ἐπιδορπίζομαι.